- ενθουσιασμός
- ο (AM ἐνθουσιασμός) [ενθουσιάζω]παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης τό συμβεβηκός, τοιοῡτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.)νεοελλ.έντονη ορμή προς κάποια επιδίωξη, ζωηρή διάθεση για κάτι ευχάριστο («έσβησε ο ενθουσιασμός του»)αρχ.1. έξαλλη κατάσταση, φρενίτιδα που προέρχεται από παραφορά ή από πάθος («ἄλογος ἐνθουσιασμός», Φιλόδ.)2. ψυχική έξαρση που προκαλείται από μουσικά μέλη.
Dictionary of Greek. 2013.